σκαντάλι

σκαντάλι
το см, σκανδάλη

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "σκαντάλι" в других словарях:

  • σκαντάλι — το, Ν 1. η σκανδάλη 2. το σκανδάληθρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκαντάλη / σκανδάλη, κατά τα ουδ.] …   Dictionary of Greek

  • καταπειρατηρία — και ιων. τ. καταπειρατηρίη, ἡ (Α) 1. ναυτικό όργανο με το οποίο μετρούν το βάθος τής θάλασσας, ναυτική βολίδα, σκαντάλι 2. επιγρ. (πιθ. ερμ.) παλαμάρι τής άγκυρας. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + *πειρατηρία (θηλ. τού πειρατήριος < πειρῶμαι… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»